Μονή Μαλεβιζίου
Ο οικισμός απαντάται για πρώτη φορά σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα που χρονολογείται στο 1356 και στο οποίο αναφέρεται ότι τα αδέλφια Ιωάννης, Θωμάς και Vitale Dandulo μοιράζονται την περιουσία του πατέρα του Bellinus στην περιοχή του χωριού. Είναι επομένως πιθανόν ο οικισμός να είναι ακόμη παλαιότερος του 14ου αι. και να ανάγεται στην β΄ βυζαντινή περίοδο. Το 1583 αναφέρεται στην απογραφή του P. Castrofilaca με τη γραφή Mogni στην επαρχία Μαλεβιζίου και με 50 κατοίκους και το 1630 με την ίδια γραφή από τον Fr. Basilicata. Στην τουρκική απογραφή του 1671 γράφεται Moni με 17 υπόχρεους σε φόρο(χαράτσια) και στην αιγυπτιακή του 1834 γράφεται Moné με 30 χριστιανικές οικογένειες και 5 μουσουλμανικές. Το 1881 ανήκει στο Δήμο Τυλίσου με 199 κατοίκους και συγκεκριμένα με 197 χριστιανούς κατοίκους και 2 μουσουλμάνους, όπως και το 1900 με 287 χριστιανούς κατοίκους. Το 1920 έχει 226 κατοίκους. Το 1928 είναι στην κοινότητα Τυλίσου με 330 κατοίκους, το 1940 με 328 κατοίκους και το 1951 έχει και πάλι δική της κοινότητα με 361 κατοίκους. Το 1961 απογράφεται με 336 κατοίκους, το 1971 με 254 και το 1981 με 286.
Στο κέντρο του χωριού και στο ψηλότερο σημείο του βρίσκεται ο δίκλιτος ναός της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Ιωάννη με χαρακτηριστική γλυπτή διακόσμηση στις θύρες και τα αγιοθύριδα. Η αρχική φάση του ναού χρονολογείται στην τελευταία περίοδο της Ενετοκρατίας (16-17ος αι).
Σε έκθεση ωμοτήτων του 1866 αναφέρεται «Εκ των 40 οικιών τας 20 επυρπόλησαν, την εκκλησίαν της Αγίας Παρασκευής βεβηλώνοντας απετέφρωσαν, δύο ελαιοτριβεία και 200 κυψέλας μέλισσα κατέστρεψαν. Φονευθέντες
Νικολ. Σκουλάς ετών 30 εις Δύλισον 8 Σεπτεμβρίου 1866 ορφ.3
Σπυρ. Καβροχωριανός (Μαθιουδής) εις Ασίτες 3 Μαίου 1867
Μιχ. Παπαδάκης φρενήρης απηγχονίσθη»
Το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού στη Χυμευτού παραχωρήθηκε με πράξη «εκχώρησης» προς τη μονή της Καβαλλαράς που βρίσκεται στις Κορφές από γνωστή βενετοκρητική οικογένεια που είχε το δικαίωμα ιδιοκτησίας (ius patronato) και αποτέλεσε μετόχι της μονής. Το μοναστήρι αυτό ταυτίζεται με τη θέση που βρίσκεται σήμερα και ο νεώτερος ναός του Αγίου Γεώργιου. Στη γύρω περιοχή είναι ακόμη σήμερα ορατά τα ερείπια από το παλαιό μοναστήρι.
Ένας θαλαμοειδής λαξευτός τάφος της μινωικής εποχής (Υστερομινωικής ΙΙΙ /14ος-11ος αι. π.Χ.) βρέθηκε σε λόφο νοτιοδυτικά του χωριού στην τοποθεσία “Ατσόναρος”. Περιείχε κιβωτιόσχημες σαρκοφάγους με κάλυμμα, διακοσμημένες με τα γνωστά θέματα και ως κτερίσματα στους νεκρούς λίγα πήλινα αγγεία, μία χάλκινη φιάλη, ένα επίσης χάλκινο μαχαίρι και ένα σφραγιδόλιθο από στεατίτη.
Λαξευτός τάφος της ύστερης μινωικής περιόδου (περίπου του 1300 π.Χ.) βρέθηκε από τους αρχαιολόγους της ΚΓ Εφορείας Αρχαιοτήτων σε αγροτικό δρόμο, λίγο έξω από το χωριό, κατά τη διάρκεια εκσκαφών για την κατασκευή εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού, στην τοποθεσία “Μνήματα”. Πρόκειται για έναν ομαδικό τάφο που περιείχε πήλινες σαρκοφάγους, αγγεία και πολλά άλλα ευρήματα.
Επιμέλεια: Κατερίνα Καβροχωριανού
[1] Σπανάκης Στ., Πόλεις και χωριά της Κρήτης, Ηράκλειο 1993, σελ. 545-546· Ανδριώτης Ν., Πληθυσμός και οικισμοί της Ανατολικής Κρήτης (16ος – 19ος αι.), Ηράκλειο 2006, σελ. 354.
[2] Πατραμάνη Μαρία Γ., «Αρχειακές μαρτυρίες για την ιστορία της μονής της Παναγίας Καβαλλαράς στη διάρκεια της Βενετοκρατίας», στο Πίστις διά αγάπης ενεργουμένη. Τόμος αφιερωματικός προς τιμήν του Αρχιεπισκόπου Κρήτης κκ. Τιμοθέου, Έκδοση Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης 2000, 431- 485.
[3] Βελεγράκη Μ., «Το Μαλεβίζι στην αρχαιότητα», στο Ψιλάκης Ν. (επιμ.), Το Μαλεβίζι από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα, Ηράκλειο 1998, σελ. 68.