Το αλώνισμα ξεκινά με το στρώσιμο του αλωνικού μέσα στην κούπα του αλωνιού και για το σκοπό αυτό οι αλωνάρηδες μεταφέρουν τ’ αλωνικό από τη θέση που είναι στιβιασμένο μέσα στ αλώνι κατά σωρούς και ένας απ αυτούς το απλώνει σ’ όλο τ’ αλώνι με το διχάλι δηλ. ένα ξύλινο εργαλείο με μακρύ χέρι, σε σχήμα περισπωμένης με διχάλα στην πάνω άκρη της οποίας τα χαχάλια (τα δυο ανοιχτά μέρη) είναι γυρισμένα προς τ’ απάνω με άκρες χωρίς αιχμή (κούτουλες). Μετά το άπλωμα του αλωνικού μέσα στ αλώνι, που πρέπει να είναι του ίδιου πάχους σ όλα τα σημεία, για να περνά εύκολα ο βολόσυρος και να μη μπουκώνει, αρχίζει το αλώνισμα. Και στο αλώνισμα χρειάζεται να ζευτούν τα δυο βόδια στον ίδιο ζυγό του οργώματος και κατά τον ίδιο τρόπο ζεψίματος, με τη διαφορά ότι αντί να συνδεθούν τα λούρα με τ αλέτρι συνδέονται με το βολόσυρο.
Ο βολόσυρος αποτελείται από δυο χοντρές σανίδες, πολύ σκληρού ξύλου, συναρμολογημένες ώστε να σχηματίζουν ενιαίο σώμα στενότερο, μπροστά και πλατύτερο πίσω, όπου φέρνει σε κάθε άκρα μια προεξοχή-δόντι-για να πατεί ο βολόσυρος, όταν τοποθετείται όρθια. Το μπροστινό στενότερο μέρος του βολοσύρου κυρτώνεται λίγο προς τ’ απάνω για να διευκολύνεται το γλύστρημα του πάνω στ αλωνικό. Στην από κάτω επιφάνεια και μέχρι το ύψος της κύρτωσης υπάρχουν κατάσπαρτες υποδοχές, μέσα στις οποίες είναι σφηνωμένες οι βολοσυρόπετρες (κοφτερές βένες τσακμακόπετρας-πυρίτη λίθου), οι οποίες με το πέρασμα του βολοσύρου πάνω στ αλωνικό το κατακόβουν και έτσι συντελείται το αλώνισμα. Οταν με τον καιρό στομώσουν οι βολοσυρόπετρες αντικαθιστούνται με καινούριες ή με μεταλλικές λεπίδες. Στην από πάνω επιφάνεια του βολοσύρου και επί του κατά πλάτος των σανίδων χοντρού ξύλου, λίγο πριν την κύρτωση είναι στερεωμένος κρίκος, όπου προσαρμόζεται το ένα άκρο του άγκριστρου, του κατσουνιού με το οποίο γίνεται με εξάρτηση η σύνδεση ζυγού και βολοσύρου. Κατά το αλώνισμα το βολόσυρο σύρνουν τα βόδια, που διευθύνει ο αλωνάρης ορθός πάνω από το βολόσυρο, για να γυρίζουν κυκλικά στ αλώνι, και για να πιέζει με το βάρος του το βολόσυρο και τις πέτρες να κόβουν καλύτερα το αλωνικό. Αλωνάρης μπορεί να είναι και παιδί άνω των δώδεκα χρόνων, εφ όσον τα ζευτικά είναι καλά μερωμένα, οπότε στην περίπτωση αυτή, για να συμπληρωθεί το βάρος του άλωνάρη, τοποθετείται στη μέση του βολοσύρου μια σχετικά μεγάλη πέτρα. Επίσης, αλωνάρης μπορεί να γίνει και ηλικιωμένος άντρας ή γυναίκα, οπότε στερεώνεται πάνω στο βολόσυρο καρέκλα, για να διευθύνει καθιστά τα ζώα στο αλώνισμα.
Ο αλωνάρης διευθύνει τα ζώα με το ζεύτη, και τα παρακινεί στο περπάτημα με το νυματερό, μια μικρή βέργα (ράβδος), που έχει μπροστά νύμα-κεντρί, με το οποίο κεντρίζει τα ζώα. Όσο προχωρεί το αλώνισμα, ο βολόσυρος σχηματίζει ένα είδος αυλακιάς στα χείλη της οποίας μένει αλώνευτο αλωνικό και που μοιάζουν σαν στεφάνια. Αυτά τα στεφάνια καλείται από καιρό σε καιρό ο βοηθός του άλωνάρη να χαλάσει με το διχάλι και να τα ρίξει μέσα στην αυλακιά. Αν μετά το αλώνισμα του αλωνεμένου αλωνικού απομένει και άλλο αλώνευτο, τότε ο βοηθός του άλωνάρη θα κάμει το λεγόμενο σύμπαλμα, δηλ. θα πάρει νέα ποσότητα αλωνικού και θα τη ρίξει σε διάφορα σημεία του αλωνιού και σε συνέχεια θα την απλώσει με το διχάλι πάνω στο ήδη αλωνεμένο. Συμπάλματα, με την προσταγή του άλωνάρη «έλα να συμπάλεις» θα γίνονται ώσπου να μένει αλώνευτο το αλωνικό στη στίβα. Αν το αλωνικό είναι πάρα πολύ μεγάλης ποσότητας, όπως συμβαίνει κυρίως στα σιτηρά, το αλωνεμένο σωρεύεται γύρω από το σωρό, οπότε γίνεται νέα στρώση και άπλωμα του αλωνικού που απομένει, καθώς και νέα κατοπινά συμπάλματα. Ισως είναι περιττό, να τονιστεί ότι το αλώνισμα γίνεται στην πυρά της μέρας δηλ. στις πιο ζεστές ώρες, γιατί φρυγανιάζει (αποξεραίνται) τελείως το αλωνικό, κι έτσι διευκολύνεται πολύ το αλώνισμα με το βολόσυρο και τα πατήματα των ζευγατικών. Αυτός είναι ο λόγος, που όταν είναι προβέτζες (συννεφιασμένες μέρες) δεν γίνεται αλώνισμα, γιατί ανεπαλιάζει (μαλακώνει) το αλωνικό και δεν κόβεται. Οι πολύ ζεστές ανέφελες μέρες λέγονται αλωνόμερες που διαρκούν συνήθως από τις δέκα το πρωί ως στις πέντε το πολύ το απόγευμα, επειδή με το βράδιασμα ανεδίδει (υγροποιείται) το αλωνικό και γι αυτό ξεζέβγονται την ώρα αυτή τα βούγια από τ’ αλώνι.
Αφού ξετελέψει το αλώνισμα, θα ακολουθήσει η διαδικασία του λιχνίσματος . Η διαδικασία αυτή αρχίζει με το ξέζεμα των ζευτικών και την απομάκρυνση τους από την κούπα του αλωνιού μαζί με τα σύνεργα του αλωνίσματος-βολόσυρος-ζυγός-διχάλι-νυματερό. Μετά οι αλωνάρηδες θα ασχοληθούν στο να στέσουν το λεγόμενο λαμί. Το λαμί αποτελείται από το αλωνεμένο αλωνικό, που συγκεντρώνεται στη μέση και κατά μήκος του αλωνικού σε σχήμα παραλληλεπιπέδου, του οποίου οι δυσανάλογα μικρές πλευρές τοποθετούνται κάθετα προς την συνηθισμένη πνοή του ανέμου και οι δυο στενές πλευρές λίγο πιο μέσα από τον αλωνόγυρο. Η συγκέντρωση αυτή του αλωνικού γίνεται με το θρινάκι, δηλ. μια ξύλινη παλάμη με τρεις-τέσσερεις τριγωνικές εγκοπές και τέσσερα-πέντε σφηνοειδή κουτουλά δόντια και με την ατόφια (χωρίς δόντια) ξύλινη παλάμη. Ταυτόχρονα με τη συγκέντρωση του αλωνικού γίνεται τέλειο σκούπισμα όλης της λοιπής επιφάνειας του αλωνικού από τις γυναίκες βοηθούς με βουρλοπαρασύρες- (σκούπες από μεστωμένα και καρπισμένα βούρλα) που οι κορφές τους σχηματίζουν μεγάλο σχετικά θύσανο, που εξασφαλίζει το παράσυρμα (σκούπισμα). Ύστερα απ αυτά αρχίζει το λίχνισμα, που έχει σκοπό να χωρίσει τον καρπό του αλωνικού από τ άχυρα, που για να πετύχει χρειάζεται να φυσά ουρματικός αέρας δηλ. συνεχής αλλά όχι σφοδρός. Μόλις λοιπόν αρχίσει να συρματεί ο αέρας ξεκινά το λίχνισμα, που αν το αλωνικό είναι πολύ και το λαμί του μεγάλο, ανεβαίνουν επάνω στο λαμί δυο λιχνιστάδες, ο ένας από τη μια άκρη κι o άλλος από την άλλη, με τα θρινάκια στα χώρια και με τα κεφάλια δεμένα με μαντήλι, για να μην καθίζουν πάνω τ άχερα, καί επιδίδονται με συνεχείς ρυθμικές κινήσεις να καρφώνουν τα θρινάκια μέσα στο λαμί, να παίρνουν μια ποσότητα και να τη ρίχνουν σχετικά ψηλά προς τη μπροστινή μεριά του αλωνιού κόντρα στον αέρα. Μ αυτό τον τρόπο ο καρπός σαν πιο βαρύς πέφτει μπροστά και το άχερο παρασύρεται από τον αέρα στο πίσω μέρος του αλωνιού, ενώ το πολύ λεπτό άχερο- η σκόνη- παρασύρεται ακόμη πιο πίσω έξω από την κούπα του αλωνιού-την σκονίστρα.
Η δουλειά αυτή του πρώτου διαχωρισμού του καρπού από τ άχερα του αλωνικού λέγεται ξεχέρισμα . Κατά το ξεχέρισμα ο λιχνιστής πρέπει να προσέχει, ώστε, όταν δίδει στ άχερα τη Θρινακιά, το ύψος της να είναι τέτοιο, που ούτε ο καρπός να φεύγει από το μπροστινό μέρος του αλωνιού ούτε τα άχερα να παρασύρονται έξω από το πίσω του μέρος. Με το ξεχέρισμα αποχωρίζεται το περισσότερο μέρος του άχερου, παραμένουν όμως μαζί με τον καρπό τα πιο χοντρά άχερα -τα κοντύλια- που σαν βαρεία κι αυτά δεν τα παίρνει ο αέρας. Για ν απαλλαγεί ο καρπός κι από τα κοντύλια, σχηματίζεται καινούριο λαμί από καρπό και κοντύλια, αφού δε σκουπιστεί πάλι τ αλώνι κυρίως από το μπροστινό μέρος, αρχίζει το ξελίχνισμα με ένα μόνο λιχνιστή, που με την ατόφια ξύλινη παλάμη δίδει τ αέρα λίγο-λίγο το καινούριο λαμί προσέχοντας τον καρπό να πέφτει πάνω στη μπροστινή πλευρά, ώστε σιγά-σιγά να σχηματιστεί πρόσωπο από καθαρό καρπό.
Ταυτόχρονα οι βοηθοί του ο ένας με παράσυρο (πλακέ σκούπα από μικρό θάμνο προσδεμένη σε στελιάρι) παρασύρει απάλαφρα (ελαφρά) από το σχηματιζόμενο πρόσωπο του καρπού τα κοντύλια που δεν πήρε ο αέρας, ενώ η ακολουθούσα άλλη βοηθός παρασύρει με βουρλοπαρασύρα όσα κοντύλια αφίνει ο παράσυρος και τα οποία όλα μαζί σωρεύονται σε μιαν άκρη τ αλωνιού. Με τον τρόπο αυτό και με το συνεχές δόσιμο στου αέρα του λιχνισταριού, που παίρνει πάντοτε ο λιχνιστής από το πίσω μέρος του προσώπου, το οποίο σιγά σιγά και ανεπαίσθητα μετατωπίζεται όλο και λίγο πιο μπρος, που έρχεται στιγμή κατά την οποία το πρόσωπο καθαρού καρπού που σχηματίστηκε βρίσκεται πιο μπρος από τη μπροστινή γραμμή -πλευρά του λαμιού-, οπότε γίνεται το λεγόμενο ξεπάτωμα τ αλωνιού. Δηλ. σκουπίζεται ο πάτος στα σημεία του είχε καταλάβει το λαμί και σωρεύγεται από λίγο-λίγο προς το μέρος, του λιχνιστή που το λιχνά κι αυτό πάνω στο πρόσωπο και απαλάσσεται από τα κοντύλια. Ενώ στο μεταξύ περισσευούμενοι βοηθοί του απασχολούνται με το σώρεμα των άχερων στην πίσω μεριά του αλωνιού και στο τέλειο σκούπισμα του.
Έτσι μετά το λίχνισμα και των τελευταίων κατάλοιπων του πάτου ο λιχνιστής με κατάλληλους χειρισμούς της ξύλινης παλάμης και την ταυτόχρονη απαλλαγή του καρπού από τα τελευταία κοντύλια αλλάσει το σχήμα του προσώπου του καθαρού καρπού και από μακρουλό (επίμηκες), που ήταν, γίνεται σιγά σιγά κωνικός σωρός, ο δε καθαρός καρπός, που αποτελεί το σωρό λέγεται μάλαμα. Μόλις τελειώσει ο σωρός του μαλάματος ο λιχνιστής χαράσσει με την παλάμη λίγο πιο πάνω από τη βάση του σωρού κυκλικό αυλάκι ρηχό κι έπειτα με τον ίδιο τρόπο σχηματίζει σταυρό, που οι βραχίονες του αρχίζουν από τον κύκλο της βάσης και συναντούνται στην κορυφή του σωρού του μαλάματρς, όπου στη συνέχεια καρφώνει κάθετα το στελιάρι της παλάμης. Μετά απ αυτό παρατάσσονται όλοι οι αλωνάρηδες, λιχνιστάδες και βοηθοί καθώς και τα παιδιά τους και με μέτωπο προς ανατολάς κάνουν ο καθένας από τρεις μετάνοιες με το ανάλογο σταυροκόπημα κι έπειτα παίρνει ο καθένας από το σωρό μια χούφτα μάλαμα το φιλεί και το επιστρέφει πάλι στο σωρό ευχόμενος «και του χρόνου». Αν δε συμπέσει νάρθει κανείς ξένος κατά τη διάρκεια του λιχνίσματος ή ξελιχνίσματος χαιρετά με την καθιερωμένη ευχή «χίλια μουζούρια-πολλά τα έτη σας» και του ανταποδίδεται ο χαιρετισμός «δυο χιλιάδες στ αρχοντικό σας-καλώς ορίσετε».
Μετά το στέσιμο του σωρού του μαλάματος και την οικογενειακή προσευχή, η γυναίκα βοηθός καταπιάνεται με το ξεκαθάρισμα των κοντύλων , εφ όσον βέβαια πρόκειται για λοϊσίματα. Το ξεκαθάρισμα αυτό γίνεται με το βόλισμα αν πρόκειται για χοντρόκοκκο λοίσιμο, όπως είναι τα κουκιά, ή με το κοσκίνισμα, όταν το λοίσιμο είναι ψιλόκοκκο, όπως είναι η φακή, ο βίκος κ.λ.π. Το βόλισμα γίνεται με τη βοήθεια του βολίστη, ενός στρογγυλού ντενεκεδένιου εργαλείου που περιβάλλεται με ξύλινο γύρο ύψους ως είκοσι το πολύ πόντους και του οποίου ο πάτος είναι κυκλικά ολοτρύπητος με σχετικά μεγάλες τρύπες που να χωρούν το πέρασμα των κουκιών, ροβιθιών κ.λ.π. Μέσα στο βολίστη μπαίνει κάθε φορά μια ποσότητα κοντύλων ανάκατη με καρπό και μετά σ ένα διπλανό χώρο η γυναίκα ανακινεί με κάποια δύναμη δεξά-ζερβά το βολίστη, με στηριγμένα τα δάκτυλα των χεριών της, σε τρόπο ώστε κατά τη ρυθμική αυτή κίνηση να μετατοπίζεται μέσα στο βολίστη το περιεχόμενο του, οπότε οι καρποί μόλις έρθουν σ επαφή με τις τρύπες να πέφτουν και να μένουν μόνο τα κοντύλια. Με ανάλογο τρόπο γίνεται και το ξεκοντύλισμα των λοϊσιμάτων, που έχουν μικρούς κόκκους, όπως η φακή, το ρόβι, το βίκος κ.λ.π. μόνο που αντί του βολίστη χρησιμοποιείται το κόσκινο, ένα εργαλείο όμοιο σε όλα με το βολίστη μόνο πως έχει δυο λογιώ (ειδών) τρύπες σε εναλλασσόμενες κυκλικές σειρές μακρουλές ή στρογγυλές, αλλά πολύ μικρότερες από τις τρύπες του βολίστη.
Με τον ίδιο τρόπο γίνεται το αλώνισμα και το λίχνισμα των σιτηρών. Οι μόνες διαφορές στο αλώνεμα είναι ότι τόσο κατά την αρχική στρώση τ αλωνιού όσο και στα μετέπειτα συμπάλματα οι αλωνάρηδες φέρνουν τα δεμάτια τ αλωνικού από την αντίστοιχη θεμονιά και τα σπούν κατά διαστήματα μέσα στ αλώνι και κατόπιν τ απλώνουν με το διχάλι. Και στα σιτηρά γίνεται σώρεμα τ αλωνικού, όταν πληθύνει τ αλωνεμένο, καθώς και νέα στρώση γύρω από το σωρό. Και στο λίχνισμα εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία στο στήσιμο του λαμιού και στο ξεχέρισμα. Μόνη πάλι διαφορά είναι ότι μετά το ξεχέρισμα εκτός από τα κοντύλια μένουν και τα λεγόμενα βαβούλια δηλ. καρποί με περίβλημα ή ακόμη κομμάτια από κεφαλές τ αλωνικού. Στην περίπτωση αυτή σταματά το λίχνισμα και απλώνεται το ξεχερισμένο αλωνικό, για να ξαναλωνευτεί, αλλά όχι με βολόσυρο παρά μόνο με τα πόδια των ζευτικών, που ζεύονται αλισίδι και γυρίζουν τσαλαπατώντας τ αλωνικό μέχρι να λυώσουν τα βαβούλια. Μετά από το τελευταίο αυτό αλώνισμα-ποδοπάτημα ξαναστένεται λαμί και συνεχίζεται το λίχνισμα και το ξεκοντύλισμα ώσπου να γίνει ο σωρός του μαλάματος, το σταύρωμα του σωρού, και η οικογενειακή προσευχή.
Τα κοντύλια στα σιτηρά λέγονται κοντύλοι και σωρεύονται σε μια άκρα τ αλωνιού, για να αποτελέσουν το τελευταίο αλωνικό ή χρονιάς με βολόσυρο και αλισίδι. Αλώνεμα με αλισίδι-ζέψιμο γίνεται και σε κάθε περίπτωση, που δε μπαίνει βολόσυρος είτε γιατί το αλωνικό είναι λίγο και στο στρώσιμο μένει πολύ φτηνό, οπότε οι πέτρες του βολόσυρου βρίσκονται στον πάτο του αλωνιού, είτε γιατί το ίδιο τ αλωνικό δε σηκώνει βολόσυρο, όπως συμβαίνει με τα ροβίθια. Βέβαια, όπως είναι φυσικό, μετά το ξελίχνισμα του κάθε αλωνικού ο καθαρισμένος καρπός σακκιάζεται (μπαίνει σε σακκιά) και μεταφέρεται με το φορτηγό ζώο στο σπίτι του ιδιοκτήτη γεωργού, όπου αποθηκεύεται στα κατάλληλα δοχεία, πιθάρια, κασόνες κ.λ.π. μέχρι να έρθει, η ώρα, που θα ξοδευτούν από την οικογένεια του, ή θα πουληθούν στην αγορά, για την εξοικονόμηση και των άλλων αναγκών και κυρίως σε εντυμασά και καλίκωση.
Κατά τη διάρκεια της εναλλαγής των αλωνικών στο αλώνισμα, λίχνισμα, σόδιασμα παρουσιάζεται η ανάγκη, ν αδειάσει τ αλώνι από τα άχερα, που σποριάζονται στο πίσω του μέρος. Γι αυτό κατά διαστήματα τις πρωινές ώρες σακκιάζονται σε παλέτσες και μεταφέρονται μια μια με τον ώμο του ανθρώπου ή δυο-δυο φορτίο με το ζώο και αποθηκεύονται στον αχεργιώνα (αχυρώνα) δηλ. ένα αποκλειστικό για τ άχερα μεγάλο δωμάτιο, εντελώς στεγανό, όπου φυλάσσονται και προστατεύονται τ άχερα από την υγρασία, για τη διατροφή των οικόσιτων ζώων. Στα σπίτια με την παλιά στέγη από δοκάρια, σκίζες και λεπίδα ανοίγεται κάθε χρόνο σε ορισμένο σημείο του αχεργιώνα η αχερότρυ-πα, από την οποία χύνονται μέσα τ άχερα, αφού προηγουμένως κλειστεί από μέσα η πόρτα, κι έτσι ο αχεργιώνας παίρνει περισσότερα άχερα γιατί γεμίζει και το στίβασμα γίνεται καλλίτερα, επειδή τα άχερα πατιούνται από άνθρωπο που κατεβαίνει από την αχερότρυπα, και καθίζουν.
Κατά την αποθήκευση των άχερων γίνεται κάποια διαλογή, ώστε τ άχερα από λοϊσίματα και προπάντων τα φακάχερα, βικάχερα, ροβάχερα να μπαίνουν μονόπαντα (στο αυτό μέρος), για να παίρνονται παραϋστερα (αργότερα) χωριστά και να δίδονται τροφή στα οικόσιτα λιανά οζά (αίγες και πρόβατα).